χοριάμβους

χοριάμβους
χορίαμβος
choriambus
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασκληπιάδειος — ο (AM ἀσκληπιάδειος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Ασκληπιάδη 2. (μετρ.) «ἀσκληπιάδειος στίχος» ή «ἀσκληπιάδεια μέτρα» δωδεκασύλλαβο μέτρο με δισύλλαβη βάση, δύο χοριάμβους και έναν ίαμβο …   Dictionary of Greek

  • χοριαμβικός — ή, ό / χοριαμβικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορίαμβος] (μετρ.) αυτός που περιέχει ή αποτελείται από χοριάμβους («χοριαμβικό μέτρο») …   Dictionary of Greek

  • χοριαμβικός — ή, ό στην αρχαία μετρική, αυτός που περιέχει χοριάμβους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”